- αμελητής
- ἀμελητής, ο (Α)αυτός που αμελεί, που ολιγωρεί για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμελῶ.ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀμελητικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμελητής — one who neglects masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεληταί — ἀμελητής one who neglects masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελητοῦ — ἀμελητής one who neglects masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμελητήν — ἀμελητής one who neglects masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμελητικός — ἀμελητικός, ή, όν (AM) [ἀμελητής] ο επιρρεπής στην αμέλεια, ο φίλος τής ανεμελιάς … Dictionary of Greek
αμελώ — ( έω) (Α ἀμελῶ) 1. παραμελώ, δεν φροντίζω, ολιγωρώ, αδιαφορώ 2. παθ. δεν βρίσκω την απαραίτητη φροντίδα, δεν μού δίνεται η δέουσα προσοχή, καταφρονούμαι, παραμελούμαι αρχ. 1. είμαι αμελής, απρόσεκτος, αδιάφορος 2. παραβλέπω, ανέχομαι 3. επίρρ.… … Dictionary of Greek
ἀμελητέα — ἀμελητέος neut nom/voc/acc pl ἀμελητέος neut nom/voc/acc pl ἀμελητέᾱ , ἀμελητέος fem nom/voc/acc dual ἀμελητέᾱ , ἀμελητέος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀμελητής one who neglects masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)